- ψίκι
- το, Ννυφική πομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀψίκιον (< λατ. obsequium «χάρις»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψίκι — το (λ. λατ.), νυφική συνοδεία, πομπή νυφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψικεύω — Ν [ψίκι] 1. συμμετέχω σε νυφική πομπή, σε ψίκι 2. ξεπορτίζω … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek